εκδηλώνομαι

εκδηλώνομαι
affirmer

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • εκδηλώνομαι — εκδηλώνομαι, εκδηλώθηκα, εκδηλωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκσπώ — ( άω) και ξεσπώ (AM ἐκσπῶ) νεοελλ. 1. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ, εκρήγνυμαι («ξέσπασε σε δάκρυα, σε φωνές, σε βρισιές κ.λπ.») 2. εκδηλώνομαι ξαφνικά, απροσδόκητα («ξέσπασε ο πόλεμος, η βροχή κ.λπ.») 3. χάνω την αυτοκυριαρχία μου,… …   Dictionary of Greek

  • αναδίδω — και δίνω (Α ἀναδίδωμι) 1. εκφύω, παράγω, φέρω 2. εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, σκορπίζω (οσμή, φλόγα, καπνό κ.ά.) 3. αναβλύζω, αναβρύω νεοελλ. (αμτβ.) 1. βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για φυτά) ευδοκιμώ, προοδεύω 3. ανακτώ τις σωματικές μου δυνάμεις, αναρρώνω …   Dictionary of Greek

  • αποσκεπάζω — (Μ ἀποσκεπάζω) 1. αφαιρώ το σκέπασμα, ξεσκεπάζω 2. αποκαλύπτω, φανερώνω 3. κατασκοπεύω, ανιχνεύω 4. σκεπάζω εντελώς νεοελλ. αποσιωπώ, συγκαλύπτω μσν. ( ομαι) (για μάχη) ξεσπώ, εκδηλώνομαι …   Dictionary of Greek

  • εγχρίμπω — ἐγχρίμπω και ἐγχρίπτω (AM) 1. πλησιάζω («τῇ τάφρῳ ἐγχρίμπτουσιν») 2. εφάπτομαι βίαια, συγκρούομαι αρχ. 1. φέρνω κοντά σε κάτι, πλησιάζω με τη βία 2. (για έντομα με δηλητηριώδες κεντρί) μπήγω με ορμή 3. εισχωρώ 4. προσεγγίζω 5. πλησιάζω γυναίκα… …   Dictionary of Greek

  • εκζέω — ἐκζέω (AM) βράζω αρχ. 1. εξέρχομαι ορμητικά 2. εκδηλώνομαι απότομα, ξεσπώ 3. (ιδ. για σώμα) εμφανίζω κάτι σε όλη μου την επιφάνεια 4. ζυμώνομαι 5. παθ. ἐκζέομαι βράζομαι ώσπου να σχηματιστεί ρόφημα …   Dictionary of Greek

  • εκρηγνύω — (AM ἐκρηγνύω και ἐκρήγνυμι) νεοελλ. 1. κάνω κάτι να σπάσει, σπάζω, θραύω, θρυμματίζομαι από εσωτερική δύναμη («υπάρχει κίνδυνος να εκραγεί η βόμβα») 2. (για απροσδόκητο γεγονός, για ξαφνική συναισθηματική ή ανακλαστική εκδήλωση) ξεσπώ, εκρήγνυμαι …   Dictionary of Greek

  • ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) …   Dictionary of Greek

  • επανέρχομαι — (AM ἐπανέρχομαι) 1. επιστρέφω, ξαναγυρίζω («μέχρι οὗ ἐπανέλθωσιν», Θουκ.) 2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) ξανασυζητώ, αναπτύσσω ξανά («θα επανέλθω σε αυτό το σημείο) νεοελλ. αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη θέση μου («επανέρχονται όλοι οι… …   Dictionary of Greek

  • επανθώ — (Α ἐπανθῶ, έω) (για ιδιότητα) εμφανίζομαι στην επιφάνεια τού σώματος (ιδίως τού προσώπου) («σεμνή ομορφιά επανθεί στο πρόσωπο τής κόρης» «ἐμοί... ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος», Θεόκρ.) αρχ. 1. ανθώ 2. (για καθετί που εμφανίζεται πάνω σε κάτι σαν άνθος… …   Dictionary of Greek

  • επιχωριάζω — (AM ἐπιχωριάζω) [επιχώριος] 1. (για καταστάσεις, έθιμα κ.λπ.) είμαι συνηθισμένος, επικρατώ σε έναν τόπο («καὶ περὶ Ἀθήνας οὕτως ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική») 2. (για ασθένεια) εκδηλώνομαι συνήθως ή συχνά («στις βαλτώδεις περιοχές επιχωριάζει η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”